- ἄφοβον
- ἄφοβοςwithout fearmasc/fem acc sgἄφοβοςwithout fearneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Эпикуреизм — Эпикуреизм философское учение, исходящее из идей Эпикура и его последователей. Эпикуреизм был одним из наиболее влиятельных философских течений в Античности. Эпикур основывает свою школу в 310 г. до н. э. сначала в Колофоне, а… … Википедия
άφοβος — η, ο (AM άφοβος, ον) αυτός που δεν φοβάται νεοελλ. επίρρ. άφοβα χωρίς φόβο, με θάρρος (αρχ.μσν.) 1. αυτός που δεν προκαλεί φόβο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἄφοβον η τόλμη μσν. όποιος δεν έχει να φοβηθεί τίποτε, ο εξασφαλισμένος … Dictionary of Greek